- γεωμετρικῶς
- γεωμετρικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ITALIA — I. ITALIA apud vetustissimos Scriptores, Brutiorum proprie regio est, quam Phoenices dixêre Itariam, quasi Piceariam, propter picis copiam praestantiamque, ut Bochart, erudite demonstrat. Vide eum Parte prior. l. 2. c. 26. ut et quae dicta suo… … Hofmann J. Lexicon universale
γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… … Dictionary of Greek